ιππόδεσμος

ιππόδεσμος
ἱππόδεσμος, -ον (Α)
1. ο κατάλληλος για το δέσιμο τού ίππου
2. φρ. «ἱππόδεσμοι δακτύλιοι» — οι κρίκοι χαλιναριού
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἱππόδεσμα
τα ηνία, τα χαλινάρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)-* + -δεσμος (< δεσμός < δέω [ΙΙ]), πρβλ. ζυγό-δεσμος, κρή-δεσμος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • δεσμός — ο (AM δεσμός) 1. το μέσο (σκοινί, ταινία, λουρί) με το οποίο δένεται κάτι 2. σύνδεσμος, σχέση αμοιβαιότητας («έχουν ερωτικό δεσμό», «κατὰ φιλίας δεσμόν», «δεσμοὶ γὰρ οὗτοι πάσης πολιτείας») 3. ο κόμπος 4. φρ. «ο Γόρδιος δεσμός» κόμπος τόσο… …   Dictionary of Greek

  • ιππ(ο)- — (ΑΜ ἱππ[ο]) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό αναφέρεται στον ίππο ή έχει σχέση με τον ίππο. Αξίζει να σημειωθεί ότι με ανάλογη σημασιολογική εξέλιξη το ἱππο χρησιμοποιήθηκε στην Αρχαία Ελληνική και ως μεγεθυντικό πρόθημα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”